- λεμβόζευκτος
- -η, -ο1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός τού οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε πρακτικά στρατοδικείου στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.